- ἀστυνόμιον
- ἀστυ-νόμιον, τό,A the court of the ἀστυνόμοι, Pl.Lg.918a.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αστυνόμιον — ἀστυνόμιον, το (Α) [αστυνόμος] το κτήριο στο οποίο συνεδριάζουν οι αστυνόμοι … Dictionary of Greek
ἀστυνόμιον — the court of the neut nom/voc/acc sg ἀ̱στυνόμιον , ἀστυνομέω to be an imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἀ̱στυνόμιον , ἀστυνομέω to be an imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ἀστυνομέω to be an imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἀστυνομέω to… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)